τάκος

τάκος
τάκος, ο και ντάκος, ο
(λ. ιταλ.)
1. κομμάτι ξύλου για αντιστήριξη: Βάλε τάκο στη ρόδα να μην πάει πίσω το σταματημένο αυτοκίνητο.
2.γυναίκα όμορφη και εύσωμη, νταρντανογυναίκα.
3. κομμάτι ξερού ψωμιού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τάκος — και ντάκος, ο, Ν 1. κομμάτι ξύλου που χρησιμοποιείται ως υποστήριγμα 2. μτφ. α) κομμάτι ξερού ψωμιού β) εύσωμη και ωραία γυναίκα, αλλ. κόμματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. taco] …   Dictionary of Greek

  • τακάς — ο, Ν 1. σφήνα, τάκος 2. στον πληθ. οι τακάδες ναυτ. ξύλινα υποστηρίγματα στον πυθμένα τών δεξαμενών για τη στερέωση τών πλοίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάκος, κατά τα αρσ. σε άς (πρβλ. χαλκ άς)] …   Dictionary of Greek

  • ντάκος — ο βλ. τάκος …   Dictionary of Greek

  • τύλος — ο, ΝΜΑ ιατρ. περιγεγραμμένη υπερκεράτωση τού δέρματος, συνήθως τών άκρων, οφειλόμενη σε συνεχή τοπική πίεση, κάλος (α. «έβγαλα τύλους στα χέρια» β. «γονάτων τύλους», Ευστ. γ. «ἐν ταῑς χερσὶ τύλους ἔχοντα», Δίων Χρ.) νεοελλ. 1. η καμπούρα τής… …   Dictionary of Greek

  • tac — TAC1 interj. (Adesea repetat) Cuvânt care imită zgomotul produs prin lovirea unui obiect (de lemn). – Onomatopee. Trimis de LauraGellner, 23.06.2004. Sursa: DEX 98  TAC2, tacuri, s.n. Baston special de lemn, cu care jucătorii izbesc bilele la… …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”