τάκος — και ντάκος, ο, Ν 1. κομμάτι ξύλου που χρησιμοποιείται ως υποστήριγμα 2. μτφ. α) κομμάτι ξερού ψωμιού β) εύσωμη και ωραία γυναίκα, αλλ. κόμματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. taco] … Dictionary of Greek
τακάς — ο, Ν 1. σφήνα, τάκος 2. στον πληθ. οι τακάδες ναυτ. ξύλινα υποστηρίγματα στον πυθμένα τών δεξαμενών για τη στερέωση τών πλοίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάκος, κατά τα αρσ. σε άς (πρβλ. χαλκ άς)] … Dictionary of Greek
ντάκος — ο βλ. τάκος … Dictionary of Greek
τύλος — ο, ΝΜΑ ιατρ. περιγεγραμμένη υπερκεράτωση τού δέρματος, συνήθως τών άκρων, οφειλόμενη σε συνεχή τοπική πίεση, κάλος (α. «έβγαλα τύλους στα χέρια» β. «γονάτων τύλους», Ευστ. γ. «ἐν ταῑς χερσὶ τύλους ἔχοντα», Δίων Χρ.) νεοελλ. 1. η καμπούρα τής… … Dictionary of Greek
tac — TAC1 interj. (Adesea repetat) Cuvânt care imită zgomotul produs prin lovirea unui obiect (de lemn). – Onomatopee. Trimis de LauraGellner, 23.06.2004. Sursa: DEX 98 TAC2, tacuri, s.n. Baston special de lemn, cu care jucătorii izbesc bilele la… … Dicționar Român